- εὐγνωμονεῖν
- εὐγνωμονέωhave good sensepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγνωμονώ — (ΑΜ εὐγνωμονῶ, έω) [ευγνώμων] νεοελλ. μσν. αναγνωρίζω χάρη ή ευεργεσία που έγινε σε μένα («θα σέ ευγνωμονώ πάντα γι αυτή την εξυπηρέτηση») αρχ. 1. επιδεικνύω διαλλακτική διάθεση, φέρομαι με επιείκεια («τοὺς ἀδικοῡντας πείθοντες εὐγνωμονεῑν»,… … Dictionary of Greek